révisionnisme
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- révisionnisme < révision
- Η λέξη μαρτυρείται από το 1907. Η ιδέα προέρχεται από τα ρωσικά.
Ουσιαστικό επεξεργασία
révisionnisme (fr) αρσενικό
- Ιδεολογική θέση η οποία αναθεωρεί μια πολιτική θέση δογματικά θεμελιωμένη.
- (Ειδικότερα) Ιδεολογική θέση που τείνει να ελαχιστοποιήσει το ολοκαύτωμα των Εβραίων από τους Ναζί, κυρίως αρνούμενη την ύπαρξη των θαλάμων αερίων στα στρατόπεδα εξόντωσης.
Συγγενικά επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
- 1 → δείτε τη λέξη réformisme
- 2 → δείτε τη λέξη négationnisme