révisionniste
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
révisionniste | révisionnistes |
révisionniste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Επίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
révisionniste | révisionnistes |
révisionniste (fr) αρσενικό ή θηλυκό