Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
révisionniste révisionnistes

révisionniste (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. o ρεβιζιονιστής
  2. o αναθεωρητής

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
révisionniste révisionnistes

révisionniste (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. ρεβιζιονιστικός
  2. αναθεωρητικός