Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ρεβιζιονιστής οι ρεβιζιονιστές
      γενική του ρεβιζιονιστή των ρεβιζιονιστών
    αιτιατική τον ρεβιζιονιστή τους ρεβιζιονιστές
     κλητική ρεβιζιονιστή ρεβιζιονιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ρεβιζιονιστής < (λόγιο δάνειο) γαλλική révisionniste[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ρεβιζιονιστής αρσενικό

  • οπαδός του ρεβιζιονισμού, αναθεωρητής. Στη διάλεκτο της αριστεράς νοείται αυτός που "αναθεωρεί την κλασική μαρξιστική – λενινιστική διδασκαλία"

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία