ρεβιζιονιστικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ρεβιζιονιστικός < ρεβιζιονιστής
Επίθετο
επεξεργασίαρεβιζιονιστικός
- που ανήκει στον ή χαρακτηρίζει τον ρεβιζιονιστή
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ρεβιζιονιστικός
|