Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αναθεωρητικός η αναθεωρητική το αναθεωρητικό
      γενική του αναθεωρητικού της αναθεωρητικής του αναθεωρητικού
    αιτιατική τον αναθεωρητικό την αναθεωρητική το αναθεωρητικό
     κλητική αναθεωρητικέ αναθεωρητική αναθεωρητικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αναθεωρητικοί οι αναθεωρητικές τα αναθεωρητικά
      γενική των αναθεωρητικών των αναθεωρητικών των αναθεωρητικών
    αιτιατική τους αναθεωρητικούς τις αναθεωρητικές τα αναθεωρητικά
     κλητική αναθεωρητικοί αναθεωρητικές αναθεωρητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αναθεωρητικός < ἀναθεωρητικός στην καθαρεύουσα < μεταγενέστερη (ελληνιστική κοινή) ἀναθεωρῶ

  Επίθετο επεξεργασία

αναθεωρητικός

  1. εκείνος που αναθεωρεί, επανεξετάζει απόψεις
  2. εκείνος που έχει επισήμως την αρμοδιότητα να αναθεωρεί αποφάσεις, διατάξεις

Εκφράσεις επεξεργασία

  • αναθεωρητική βουλή: εκείνη που ορίζεται να αλλάξει άρθρα του Συντάγματος
  • αναθεωρητικό δικαστήριο: εκείνο που εκδικάζει σε δεύτερο βαθμό υποθέσεις του στρατοδικείου

  Μεταφράσεις επεξεργασία