αναθεωρητικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αναθεωρητικός < ἀναθεωρητικός στην καθαρεύουσα < μεταγενέστερη (ελληνιστική κοινή) ἀναθεωρῶ
Επίθετο
επεξεργασίααναθεωρητικός
- εκείνος που αναθεωρεί, επανεξετάζει απόψεις
- εκείνος που έχει επισήμως την αρμοδιότητα να αναθεωρεί αποφάσεις, διατάξεις
Εκφράσεις
επεξεργασία- αναθεωρητική βουλή: εκείνη που ορίζεται να αλλάξει άρθρα του Συντάγματος
- αναθεωρητικό δικαστήριο: εκείνο που εκδικάζει σε δεύτερο βαθμό υποθέσεις του στρατοδικείου