πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Τούλα οι Τούλες
      γενική της Τούλας
    αιτιατική την Τούλα τις Τούλες
     κλητική Τούλα Τούλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία 1

επεξεργασία
Τούλα < χαϊδευτική περικοπή γυναικείων ονομάτων με θέμα που λήγει σε τ- όπως Αρχοντούλα, Σταματία, Φώτω (Φωτεινή) και επέκταση και σε άλλα ονόματα, όπως Δήμητρα

Κύριο όνομα

επεξεργασία

Ετυμολογία 2

επεξεργασία

Κύριο όνομα

επεξεργασία

Τούλα θηλυκό

Ετυμολογία 3

επεξεργασία

Κύριο όνομα

επεξεργασία