Τούλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Τούλα | οι | Τούλες |
γενική | της | Τούλας | — | |
αιτιατική | την | Τούλα | τις | Τούλες |
κλητική | Τούλα | Τούλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία 1
επεξεργασία- Τούλα < χαϊδευτική περικοπή γυναικείων ονομάτων με θέμα που λήγει σε τ- όπως Αρχοντούλα, Σταματία, Φώτω (Φωτεινή) και επέκταση και σε άλλα ονόματα, όπως Δήμητρα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΤούλα
Μεταγραφές
επεξεργασία
Ετυμολογία 2
επεξεργασία- Τούλα < μεταγραφή για την ιταλική Tula
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΤούλα θηλυκό
Ετυμολογία 3
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαΤούλα θηλυκό
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Τούλα στη Βικιπαίδεια (για τη ρωσική πόλη)
Μεταφράσεις
επεξεργασία Τούλα (ρωσική πόλη)
|