↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οι Ολυμπιακοί Αγώνες
      γενική των Ολυμπιακών Αγώνων
    αιτιατική τους Ολυμπιακούς Αγώνες
     κλητική Ολυμπιακοί Αγώνες
Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Ολυμπιακοί Αγώνες < → δείτε τις λέξεις ολυμπιακός και αγώνας

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /o.lim.bi.aˈci aˈɣo.nes/

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

Ολυμπιακοί Αγώνες αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό

  1. (ιστορία, αθλητισμός) στην αρχαιότητα, ένας από τους πανελλήνιους αθλητικούς αγώνες που διεξάγονταν κάθε πέμπτο χρόνο στην Ολυμπία
  2. (αθλητισμός) διεθνής αθλητική διοργάνωση. Οι αγώνες διοργανώνονται κάθε 4 χρόνια από το 1896 υπό την αιγίδα της ΔΟΕ

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία