Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μαΐστρος οι μαΐστροι
      γενική του μαΐστρου των μαΐστρων
    αιτιατική τον μαΐστρο τους μαΐστρους
     κλητική μαΐστρε μαΐστροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαΐστρος < (άμεσο δάνειο) βενετική maistro < λατινική magistralis < λατινικά magister < magis + -ter < magnus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *maǵ- ή *meǵh₂-

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μαΐστρος αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

Άνεμοι:

  Μεταφράσεις επεξεργασία