maestrale
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- maestrale < maestro
Επίθετο
επεξεργασίαmaestrale (it)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαmaestrale (it) αρσενικό (πληθυντικός maestrali)
Πηγές
επεξεργασία- maestrale - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).