Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δαντέλα οι δαντέλες
      γενική της δαντέλας των δαντελών
    αιτιατική τη δαντέλα τις δαντέλες
     κλητική δαντέλα δαντέλες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
δαντέλα

  Ετυμολογία επεξεργασία

δαντέλα < (άμεσο δάνειο) γαλλική dentelle < dent +‎ -elle < παλαιά γαλλική dent < λατινική dentem, αιτιατική του dens < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₃dénts, *h₃dónts

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ðanˈde.la/ & /ðanˈte.la/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δα‐ντέ‐λα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δαντέλα θηλυκό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία