δαντελωτός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαδαντελωτός, -ή, -ό
- διακοσμημένος με δαντέλα
- Τι ωραίο δαντελωτό τραπεζομάντιλο!
- που έχει περίγραμμα που μοιάζει με δαντέλα
- δαντελωτές ακρογιαλιές
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη δαντέλα
Μεταφράσεις
επεξεργασία δαντελωτός
|