Δείτε επίσης: αυστραλός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Αυστραλός οι Αυστραλοί
      γενική του Αυστραλού των Αυστραλών
    αιτιατική τον Αυστραλό τους Αυστραλούς
     κλητική Αυστραλέ Αυστραλοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Αυστραλός < Αυστραλ(ία) + -ός (μαρτυρείται από το 1894)[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /af.stɾaˈlos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Αυ‐στρα‐λός

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Αυστραλός αρσενικό (θηλυκό Αυστραλή ή Αυστραλίδα)

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)