Δείτε επίσης: αυστραλιανός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Αυστραλιανός οι Αυστραλιανοί
      γενική του Αυστραλιανού των Αυστραλιανών
    αιτιατική τον Αυστραλιανό τους Αυστραλιανούς
     κλητική Αυστραλιανέ Αυστραλιανοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Αυστραλιανός < Αυστραλί(α) + -ανός[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /af.stɾa.li.aˈnos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Αυ‐στρα‐λι‐α‐νός

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Αυστραλιανός αρσενικό

  • (εθνικό όνομα) άλλη μορφή του Αυστραλός
    ※  Μάχη της Κρήτης: Μαχόμενοι κατά των Γερμανών εισβολέων εκτιμάται ότι έπεσαν «υπερχίλιοι» μαχητές, από τους οποίους οι 456 ανήκαν στις τακτικές δυνάμεις και οι υπόλοιποι ήταν ντόπιοι που πήραν τα όπλα. Ενδεικτικά, στη Μάχη του Γαλατά σκοτώθηκαν 31 ντόπιοι μαχητές, 17 άμαχοι από βόμβες και εκτελέστηκαν 9 ως αντίποινα. Στον αριθμό αυτό δεν περιλαμβάνονται οι 3.600 Βρετανοί, Νεοζηλανδοί και Αυστραλιανοί που βρήκαν τον θάνατο στην Κρήτη.
    Λεωνίδας Καλλιβρετάκης, Οι Έλληνες νεκροί των πολεμικών συγκρούσεων του 20ου αιώνα, Τα Νέα, 23 Μαρτίου 2001

Άλλες γραφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. ΑυστραλιανόςΓεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας