ψευδώνυμος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ψευδώνυμος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ψευδώνυμος < (ψευδής) ψευδ- + -ώνυμος (ὄνυμα)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pseˈvðo.ni.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ψευ‐δώ‐νυ‐μος
Επίθετο επεξεργασία
ψευδώνυμος, -η, -ο
Συγγενικά επεξεργασία
→ δείτε τις λέξεις ψεύδομαι και όνομα
Μεταφράσεις επεξεργασία
ψευδώνυμος
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- ψευδώνυμος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ψευδώνυμος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.