φωτοφράκτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φωτοφράκτης < φωτο- + φράκτης ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική obturateur[1])
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφωτοφράκτης αρσενικό
- (φωτογραφία, κινηματογράφος) τμήμα φωτογραφικής ή κινηματογραφικής μηχανής / κάμερας, το οποίο είναι συνήθως κλειστό και ανοίγει για ελεγχόμενη χρονική περίοδο, προκειμένου να εισέλθει φως στον ψηφιακό αισθητήρα ή το φιλμ κατά τη λήψη μιας φωτογραφίας
- (κατ’ επέκταση) οτιδήποτε εμποδίζει ή επιτρέπει τη διέλευση του φωτός
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία- ↑ φωτοφράκτης - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)