πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φωτοφράκτης οι φωτοφράκτες
      γενική του φωτοφράκτη των φωτοφρακτών
    αιτιατική τον φωτοφράκτη τους φωτοφράκτες
     κλητική φωτοφράκτη φωτοφράκτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

φωτοφράκτης αρσενικό

  1. (φωτογραφία, κινηματογράφος) τμήμα φωτογραφικής ή κινηματογραφικής μηχανής / κάμερας, το οποίο είναι συνήθως κλειστό και ανοίγει για ελεγχόμενη χρονική περίοδο, προκειμένου να εισέλθει φως στον ψηφιακό αισθητήρα ή το φιλμ κατά τη λήψη μιας φωτογραφίας
  2. (κατ’ επέκταση) οτιδήποτε εμποδίζει ή επιτρέπει τη διέλευση του φωτός

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. φωτοφράκτης - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)