φωτοφράχτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φωτοφράχτης < φωτο- + φράχτης ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική obturateur[1])
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφωτοφράχτης αρσενικό
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία φωτοφράχτης
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ φωτοφράκτης - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)