Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φυλλόστρωτος η φυλλόστρωτη το φυλλόστρωτο
      γενική του φυλλόστρωτου της φυλλόστρωτης του φυλλόστρωτου
    αιτιατική τον φυλλόστρωτο τη φυλλόστρωτη το φυλλόστρωτο
     κλητική φυλλόστρωτε φυλλόστρωτη φυλλόστρωτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φυλλόστρωτοι οι φυλλόστρωτες τα φυλλόστρωτα
      γενική των φυλλόστρωτων των φυλλόστρωτων των φυλλόστρωτων
    αιτιατική τους φυλλόστρωτους τις φυλλόστρωτες τα φυλλόστρωτα
     κλητική φυλλόστρωτοι φυλλόστρωτες φυλλόστρωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

φυλλόστρωτος < αρχαία ελληνική φυλλόστρωτος

  Μετοχή επεξεργασία

φυλλόστρωτος

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / φυλλόστρωτος τὸ φυλλόστρωτον
      γενική τοῦ/τῆς φυλλοστρώτου τοῦ φυλλοστρώτου
      δοτική τῷ/τῇ φυλλοστρώτ τῷ φυλλοστρώτ
    αιτιατική τὸν/τὴν φυλλόστρωτον τὸ φυλλόστρωτον
     κλητική ! φυλλόστρωτε φυλλόστρωτον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ φυλλόστρωτοι τὰ φυλλόστρωτ
      γενική τῶν φυλλοστρώτων τῶν φυλλοστρώτων
      δοτική τοῖς/ταῖς φυλλοστρώτοις τοῖς φυλλοστρώτοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς φυλλοστρώτους τὰ φυλλόστρωτ
     κλητική ! φυλλόστρωτοι φυλλόστρωτ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ φυλλοστρώτω τὼ φυλλοστρώτω
      γεν-δοτ τοῖν φυλλοστρώτοιν τοῖν φυλλοστρώτοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

φυλλόστρωτος < φύλλον + -ο- + στρώννυμι + -τος

  Επίθετο επεξεργασία

φυλλόστρωτος, ος, ον