υποβόσκων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | υποβόσκων | η | υποβόσκουσα | το | υποβόσκον |
γενική | του | υποβόσκοντος & υποβόσκοντα1 |
της | υποβόσκουσας & υποβοσκούσης* |
του | υποβόσκοντος |
αιτιατική | τον | υποβόσκοντα | την | υποβόσκουσα | το | υποβόσκον |
κλητική | υποβόσκων | υποβόσκουσα | υποβόσκον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | υποβόσκοντες | οι | υποβόσκουσες | τα | υποβόσκοντα |
γενική | των | υποβοσκόντων | των | υποβοσκουσών | των | υποβοσκόντων |
αιτιατική | τους | υποβόσκοντες | τις | υποβόσκουσες | τα | υποβόσκοντα |
κλητική | υποβόσκοντες | υποβόσκουσες | υποβόσκοντα | |||
Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον 1 νεότερος τύπος * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «απάδων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- υποβόσκων < μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος υποβόσκω < ελληνιστική κοινή ὑποβόσκομαι
Μετοχή
επεξεργασίαυποβόσκων
- (λόγιο) που υποβόσκει
- ※ Ο αντισημιτισμός, που ενδημούσε παλαιόθεν στις χώρες της χριστιανικής Ευρώπης, βρήκε τη φρικώδη κορύφωσή του στο Ολοκαύτωμα. Η υποβόσκουσα εχθρότης έναντι των Εβραίων, προϊόν δαιμονοποίησης με θρησκευτική αφετηρία, καθώς και η καταλαλιά για ορισμένα στοιχεία της συμπεριφοράς τους (τοκογλυφία, αυτοπροστατευτική απομόνωση κ.ά.), εξηγήσιμα ως παράγοντες επιβίωσης σε συχνά άξενο περιβάλλον, κωδικοποιήθηκαν εγκληματικά από τη χιτλερική Γερμανία και συγκρότησαν το πιο χυδαίο κατηγορώ εναντίον ανθρώπων, με αφορμή την καταγωγή τους. Η φρίκη του Ολοκαυτώματος ήταν η μοιραία συνέπεια της εγκληματικής ναζιστικής λογικής, που στιγματίζει ανεξίτηλα την πεπολιτισμένη Ευρώπη. (εφ. Ελευθεροτυπία, 02.08.2014)