αντισημιτισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίααντισημιτισμός αρσενικό
- η διατύπωση ρατσιστικών απόψεων ή ακόμα και η άσκηση βίας εναντίον ατόμων εβραϊκής καταγωγής ή θρησκεύματος
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αντισημιτισμός
|