Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δαιμονοποίηση οι δαιμονοποιήσεις
      γενική της δαιμονοποίησης* των δαιμονοποιήσεων
    αιτιατική τη δαιμονοποίηση τις δαιμονοποιήσεις
     κλητική δαιμονοποίηση δαιμονοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, δαιμονοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δαιμονοποίηση < δαιμονοποιώ + -ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δαιμονοποίηση θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία