δαιμονοποίηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | δαιμονοποίηση | οι | δαιμονοποιήσεις |
γενική | της | δαιμονοποίησης* | των | δαιμονοποιήσεων |
αιτιατική | τη | δαιμονοποίηση | τις | δαιμονοποιήσεις |
κλητική | δαιμονοποίηση | δαιμονοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, δαιμονοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- δαιμονοποίηση < δαιμονοποιώ + -ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδαιμονοποίηση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του δαιμονοποιώ
- ※ Ο αντισημιτισμός, που ενδημούσε παλαιόθεν στις χώρες της χριστιανικής Ευρώπης, βρήκε τη φρικώδη κορύφωσή του στο Ολοκαύτωμα. Η υποβόσκουσα εχθρότης έναντι των Εβραίων, προϊόν δαιμονοποίησης με θρησκευτική αφετηρία, καθώς και η καταλαλιά για ορισμένα στοιχεία της συμπεριφοράς τους (τοκογλυφία, αυτοπροστατευτική απομόνωση κ.ά.), εξηγήσιμα ως παράγοντες επιβίωσης σε συχνά άξενο περιβάλλον, κωδικοποιήθηκαν εγκληματικά από τη χιτλερική Γερμανία και συγκρότησαν το πιο χυδαίο κατηγορώ εναντίον ανθρώπων, με αφορμή την καταγωγή τους. Η φρίκη του Ολοκαυτώματος ήταν η μοιραία συνέπεια της εγκληματικής ναζιστικής λογικής, που στιγματίζει ανεξίτηλα την πεπολιτισμένη Ευρώπη. (εφ. Ελευθεροτυπία, 02.08.2014)
Μεταφράσεις
επεξεργασία δαιμονοποίηση