δαιμονοποιώ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
δαιμονοποιώ (παθητικός τύπος: δαιμονοποιούμαι)
- προβάλλω αδίκως (εν μέρει ή και ολοκληρωτικά) σε ένα παράγοντα όλες τις ευθύνες για τα προσωπικά ή κοινωνικά δεινά και καθώς του μεταβιβάζω με μεταφυσικό τρόπο το σύνολο των ευθυνών, απαλλάσσω από αυτές τους κυρίως υπεύθυνους (τον εαυτό μου ή εκείνους με τους οποίους δεν έχω τις ψυχικές ή υλικές δυνάμεις να συγκρουστώ)
- Ένας τυπικός τρόπος άμυνας απέναντι στα μεγάλα προβλήματα της ζωής, είναι η υπεκφυγή και ένας άλλος η μεταβίβαση της ευθύνης: γονείς, κοινωνία, σχέσεις, δάσκαλοι, όλοι προσφέρονται για να δαιμονοποιηθούν ώστε να γλιτώσουμε την επώδυνη διαδικασία της αυτοκριτικής ή να αναμετρηθούμε με τον πραγματικά υπεύθυνο για τη δυστυχία μας
Κλίση επεξεργασία
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | δαιμονοποιώ | δαιμονοποιούσα | θα δαιμονοποιώ | να δαιμονοποιώ | δαιμονοποιώντας | |
β' ενικ. | δαιμονοποιείς | δαιμονοποιούσες | θα δαιμονοποιείς | να δαιμονοποιείς | (δαιμονοποίει) | |
γ' ενικ. | δαιμονοποιεί | δαιμονοποιούσε | θα δαιμονοποιεί | να δαιμονοποιεί | ||
α' πληθ. | δαιμονοποιούμε | δαιμονοποιούσαμε | θα δαιμονοποιούμε | να δαιμονοποιούμε | ||
β' πληθ. | δαιμονοποιείτε | δαιμονοποιούσατε | θα δαιμονοποιείτε | να δαιμονοποιείτε | δαιμονοποιείτε | |
γ' πληθ. | δαιμονοποιούν(ε) | δαιμονοποιούσαν(ε) | θα δαιμονοποιούν(ε) | να δαιμονοποιούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | δαιμονοποίησα | θα δαιμονοποιήσω | να δαιμονοποιήσω | δαιμονοποιήσει | ||
β' ενικ. | δαιμονοποίησες | θα δαιμονοποιήσεις | να δαιμονοποιήσεις | δαιμονοποίησε | ||
γ' ενικ. | δαιμονοποίησε | θα δαιμονοποιήσει | να δαιμονοποιήσει | |||
α' πληθ. | δαιμονοποιήσαμε | θα δαιμονοποιήσουμε | να δαιμονοποιήσουμε | |||
β' πληθ. | δαιμονοποιήσατε | θα δαιμονοποιήσετε | να δαιμονοποιήσετε | δαιμονοποιήστε | ||
γ' πληθ. | δαιμονοποίησαν δαιμονοποιήσαν(ε) |
θα δαιμονοποιήσουν(ε) | να δαιμονοποιήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω δαιμονοποιήσει | είχα δαιμονοποιήσει | θα έχω δαιμονοποιήσει | να έχω δαιμονοποιήσει | ||
β' ενικ. | έχεις δαιμονοποιήσει | είχες δαιμονοποιήσει | θα έχεις δαιμονοποιήσει | να έχεις δαιμονοποιήσει | ||
γ' ενικ. | έχει δαιμονοποιήσει | είχε δαιμονοποιήσει | θα έχει δαιμονοποιήσει | να έχει δαιμονοποιήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε δαιμονοποιήσει | είχαμε δαιμονοποιήσει | θα έχουμε δαιμονοποιήσει | να έχουμε δαιμονοποιήσει | ||
β' πληθ. | έχετε δαιμονοποιήσει | είχατε δαιμονοποιήσει | θα έχετε δαιμονοποιήσει | να έχετε δαιμονοποιήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν δαιμονοποιήσει | είχαν δαιμονοποιήσει | θα έχουν δαιμονοποιήσει | να έχουν δαιμονοποιήσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | δαιμονοποιούμαι | δαιμονοποιούμουν | θα δαιμονοποιούμαι | να δαιμονοποιούμαι | δαιμονοποιούμενος | |
β' ενικ. | δαιμονοποιείσαι | δαιμονοποιούσουν | θα δαιμονοποιείσαι | να δαιμονοποιείσαι | ||
γ' ενικ. | δαιμονοποιείται | δαιμονοποιούνταν | θα δαιμονοποιείται | να δαιμονοποιείται | ||
α' πληθ. | δαιμονοποιούμαστε | δαιμονοποιούμασταν δαιμονοποιούμαστε |
θα δαιμονοποιούμαστε | να δαιμονοποιούμαστε | ||
β' πληθ. | δαιμονοποιείστε | δαιμονοποιούσασταν δαιμονοποιούσαστε |
θα δαιμονοποιείστε | να δαιμονοποιείστε | δαιμονοποιείστε | |
γ' πληθ. | δαιμονοποιούνται | δαιμονοποιούνταν | θα δαιμονοποιούνται | να δαιμονοποιούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | δαιμονοποιήθηκα | θα δαιμονοποιηθώ | να δαιμονοποιηθώ | δαιμονοποιηθεί | ||
β' ενικ. | δαιμονοποιήθηκες | θα δαιμονοποιηθείς | να δαιμονοποιηθείς | δαιμονοποιήσου | ||
γ' ενικ. | δαιμονοποιήθηκε | θα δαιμονοποιηθεί | να δαιμονοποιηθεί | |||
α' πληθ. | δαιμονοποιηθήκαμε | θα δαιμονοποιηθούμε | να δαιμονοποιηθούμε | |||
β' πληθ. | δαιμονοποιηθήκατε | θα δαιμονοποιηθείτε | να δαιμονοποιηθείτε | δαιμονοποιηθείτε | ||
γ' πληθ. | δαιμονοποιήθηκαν δαιμονοποιηθήκαν(ε) |
θα δαιμονοποιηθούν(ε) | να δαιμονοποιηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω δαιμονοποιηθεί | είχα δαιμονοποιηθεί | θα έχω δαιμονοποιηθεί | να έχω δαιμονοποιηθεί | δαιμονοποιημένος | |
β' ενικ. | έχεις δαιμονοποιηθεί | είχες δαιμονοποιηθεί | θα έχεις δαιμονοποιηθεί | να έχεις δαιμονοποιηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει δαιμονοποιηθεί | είχε δαιμονοποιηθεί | θα έχει δαιμονοποιηθεί | να έχει δαιμονοποιηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε δαιμονοποιηθεί | είχαμε δαιμονοποιηθεί | θα έχουμε δαιμονοποιηθεί | να έχουμε δαιμονοποιηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε δαιμονοποιηθεί | είχατε δαιμονοποιηθεί | θα έχετε δαιμονοποιηθεί | να έχετε δαιμονοποιηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν δαιμονοποιηθεί | είχαν δαιμονοποιηθεί | θα έχουν δαιμονοποιηθεί | να έχουν δαιμονοποιηθεί |
Μεταφράσεις επεξεργασία
δαιμονοποιώ
|