Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

δαιμονοποιώ < δαίμων + -ποιώ

  Ρήμα επεξεργασία

δαιμονοποιώ (παθητικός τύπος: δαιμονοποιούμαι)

  • προβάλλω αδίκως (εν μέρει ή και ολοκληρωτικά) σε ένα παράγοντα όλες τις ευθύνες για τα προσωπικά ή κοινωνικά δεινά και καθώς του μεταβιβάζω με μεταφυσικό τρόπο το σύνολο των ευθυνών, απαλλάσσω από αυτές τους κυρίως υπεύθυνους (τον εαυτό μου ή εκείνους με τους οποίους δεν έχω τις ψυχικές ή υλικές δυνάμεις να συγκρουστώ)
  • Ένας τυπικός τρόπος άμυνας απέναντι στα μεγάλα προβλήματα της ζωής, είναι η υπεκφυγή και ένας άλλος η μεταβίβαση της ευθύνης: γονείς, κοινωνία, σχέσεις, δάσκαλοι, όλοι προσφέρονται για να δαιμονοποιηθούν ώστε να γλιτώσουμε την επώδυνη διαδικασία της αυτοκριτικής ή να αναμετρηθούμε με τον πραγματικά υπεύθυνο για τη δυστυχία μας


Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία