τεφρός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | τεφρός | η | τεφρή & τεφρά |
το | τεφρό |
γενική | του | τεφρού | της | τεφρής & τεφράς |
του | τεφρού |
αιτιατική | τον | τεφρό | την | τεφρή & τεφρά |
το | τεφρό |
κλητική | τεφρέ | τεφρή & τεφρά |
τεφρό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | τεφροί | οι | τεφρές | τα | τεφρά |
γενική | των | τεφρών | των | τεφρών | των | τεφρών |
αιτιατική | τους | τεφρούς | τις | τεφρές | τα | τεφρά |
κλητική | τεφροί | τεφρές | τεφρά | |||
Οι δεύτεροι τύποι του θηλυκού όπως στην αρχαία κλίση, συνήθως σε λόγιες παγιωμένες εκφράσεις. | ||||||
Κατηγορία όπως «ξηρός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τεφρός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τεφρός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /teˈfɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τε‐φρός
Επίθετο
επεξεργασίατεφρός, -ή, -ό [1] & -ός, -ά, -ό [2][3]
- (αρχαιοπρεπές) σταχτής, με το χρώμα της τέφρας
Σύνθετα
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη τέφρα
Μεταφράσεις
επεξεργασία τεφρός
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ τεφρός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- ↑ στο θηλυκό - τεφρά Ε(πίθετο):θ(ηλυκό)ε(νικός) — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαγένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | τεφρός | ἡ | τεφρᾱ́ | τὸ | τεφρόν |
γενική | τοῦ | τεφροῦ | τῆς | τεφρᾶς | τοῦ | τεφροῦ |
δοτική | τῷ | τεφρῷ | τῇ | τεφρᾷ | τῷ | τεφρῷ |
αιτιατική | τὸν | τεφρόν | τὴν | τεφρᾱ́ν | τὸ | τεφρόν |
κλητική ὦ! | τεφρέ | τεφρᾱ́ | τεφρόν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ | τεφροί | αἱ | τεφραί | τὰ | τεφρᾰ́ |
γενική | τῶν | τεφρῶν | τῶν | τεφρῶν | τῶν | τεφρῶν |
δοτική | τοῖς | τεφροῖς | ταῖς | τεφραῖς | τοῖς | τεφροῖς |
αιτιατική | τοὺς | τεφρούς | τὰς | τεφρᾱ́ς | τὰ | τεφρᾰ́ |
κλητική ὦ! | τεφροί | τεφραί | τεφρᾰ́ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | τεφρώ | τὼ | τεφρᾱ́ | τὼ | τεφρώ |
γεν-δοτ | τοῖν | τεφροῖν | τοῖν | τεφραῖν | τοῖν | τεφροῖν |
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'ξηρός' όπως «ξηρός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίατεφρός, -ά, -όν
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη τέφρα
Πηγές
επεξεργασία- τεφρός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- τεφρός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.