↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τεφρόμαυρος η τεφρόμαυρη το τεφρόμαυρο
      γενική του τεφρόμαυρου της τεφρόμαυρης του τεφρόμαυρου
    αιτιατική τον τεφρόμαυρο την τεφρόμαυρη το τεφρόμαυρο
     κλητική τεφρόμαυρε τεφρόμαυρη τεφρόμαυρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τεφρόμαυροι οι τεφρόμαυρες τα τεφρόμαυρα
      γενική των τεφρόμαυρων των τεφρόμαυρων των τεφρόμαυρων
    αιτιατική τους τεφρόμαυρους τις τεφρόμαυρες τα τεφρόμαυρα
     κλητική τεφρόμαυροι τεφρόμαυρες τεφρόμαυρα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τεφρόμαυρος < τεφρός + -ό- + -μαυρος → δείτε τις λέξεις τέφρα και μαύρος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /teˈfɾo.ma.vɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τε‐φρό‐μαυ‐ρος

  Επίθετο

επεξεργασία

τεφρόμαυρος, -η, -ο

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • τεφρόμαυρος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)