↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τεθλιμμένος η τεθλιμμένη το τεθλιμμένο
      γενική του τεθλιμμένου της τεθλιμμένης του τεθλιμμένου
    αιτιατική τον τεθλιμμένο την τεθλιμμένη το τεθλιμμένο
     κλητική τεθλιμμένε τεθλιμμένη τεθλιμμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τεθλιμμένοι οι τεθλιμμένες τα τεθλιμμένα
      γενική των τεθλιμμένων των τεθλιμμένων των τεθλιμμένων
    αιτιατική τους τεθλιμμένους τις τεθλιμμένες τα τεθλιμμένα
     κλητική τεθλιμμένοι τεθλιμμένες τεθλιμμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τεθλιμμένος < αρχαία ελληνική τεθλιμμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος θλίβω, μεταφραστικό δάνειο από τη νέα ελληνική θλιμμένος [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /te.θliˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τε‐θλιμ‐μέ‐νος

  Επίθετο

επεξεργασία

τεθλιμμένος, -η, -ο συνήθως στον πληθυντικό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία