τεθλιμμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τεθλιμμένος < αρχαία ελληνική τεθλιμμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος θλίβω, μεταφραστικό δάνειο από τη νέα ελληνική θλιμμένος [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /te.θliˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τε‐θλιμ‐μέ‐νος
Επίθετο
επεξεργασίατεθλιμμένος, -η, -ο συνήθως στον πληθυντικό
- (λόγιο) ο θλιμμένος (συνήθως σε αγγελτήρια θανάτων ή κηδειών)
- ⮡ οι τεθλιμμένοι συγγενείς
- ※ Εν αντιθέσει προς άλλα εμβληματικά διαβατήρια γεγονότα, όπως η γέννηση, η βάπτιση και ο γάμος, ο θάνατος δεν διαθέτει δρώντα πρωταγωνιστή, αλλά στη συνήθη εκδοχή του συνεπάγεται μικρό ή μεγάλο πλήθος τεθλιμμένων δευτεραγωνιστών και τριταγωνιστών ενώπιον ενός ασάλευτου καιμαργωμένου σώματος. (Ανδρέας Γ. Μαρκαντωνάτος, Το πένθος ταιριάζει… στους ανθρώπους, Το Βήμα, 04/04/2019 [1])
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ τεθλιμμένος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας