Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο δευτεραγωνιστής οι δευτεραγωνιστές
      γενική του δευτεραγωνιστή των δευτεραγωνιστών
    αιτιατική τον δευτεραγωνιστή τους δευτεραγωνιστές
     κλητική δευτεραγωνιστή δευτεραγωνιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δευτεραγωνιστής < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δευτεραγωνιστής αρσενικό

  • ο δεύτερος από τους τρεις συνολικά υποκριτές που έπαιζαν σε μια αρχαία τραγωδία
    ※  Εν αντιθέσει προς άλλα εμβληματικά διαβατήρια γεγονότα, όπως η γέννηση, η βάπτιση και ο γάμος, ο θάνατος δεν διαθέτει δρώντα πρωταγωνιστή, αλλά στη συνήθη εκδοχή του συνεπάγεται μικρό ή μεγάλο πλήθος τεθλιμμένων δευτεραγωνιστών και τριταγωνιστών ενώπιον ενός ασάλευτου και μαργωμένου σώματος. (Ανδρέας Γ. Μαρκαντωνάτος, Το πένθος ταιριάζει… στους ανθρώπους, Το Βήμα, 04/04/2019 [1])

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία