↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τριταγωνιστής οι τριταγωνιστές
      γενική του τριταγωνιστή των τριταγωνιστών
    αιτιατική τον τριταγωνιστή τους τριταγωνιστές
     κλητική τριταγωνιστή τριταγωνιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τριταγωνιστής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τριταγωνιστής[1] [2] [3]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τριταγωνιστής αρσενικό (θηλυκό τριταγωνίστρια)

  1. (θέατρο) ηθοποιός του οποίου οι ρόλοι είναι τριτεύοντες, ελάχιστα σημαντικοί
  2. (μεταφορικά) αυτός που δε συμβάλλει σημαντικά σε μία υπόθεση ή ένα έργο
    ※  Εν αντιθέσει προς άλλα εμβληματικά διαβατήρια γεγονότα, όπως η γέννηση, η βάπτιση και ο γάμος, ο θάνατος δεν διαθέτει δρώντα πρωταγωνιστή, αλλά στη συνήθη εκδοχή του συνεπάγεται μικρό ή μεγάλο πλήθος τεθλιμμένων δευτεραγωνιστών και τριταγωνιστών ενώπιον ενός ασάλευτου και μαργωμένου σώματος. (Ανδρέας Γ. Μαρκαντωνάτος, Το πένθος ταιριάζει… στους ανθρώπους, Το Βήμα, 04.04.2019)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. τριταγωνιστήςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. τριταγωνιστής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  3. τριταγωνιστής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.