↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τριτεύων
τριτεύοντας
η τριτεύουσα το τριτεύον
      γενική του τριτεύοντος
τριτεύοντα
της τριτεύουσας
τριτευούσης*
του τριτεύοντος
    αιτιατική τον τριτεύοντα την τριτεύουσα το τριτεύον
     κλητική τριτεύων
τριτεύοντα
τριτεύουσα τριτεύον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τριτεύοντες οι τριτεύουσες τα τριτεύοντα
      γενική των τριτευόντων των τριτευουσών των τριτευόντων
    αιτιατική τους τριτεύοντες τις τριτεύουσες τα τριτεύοντα
     κλητική τριτεύοντες τριτεύουσες τριτεύοντα
Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές.
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «τρέχων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τριτεύων < τρίτ(ος) + -εύων κατά το δευτερεύων[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /triˈte.von/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τρι‐τεύ‐ων
ομόηχο: τριτεύον

  Επίθετο

επεξεργασία

τριτεύων, -ουσα, -ον

  • που είναι ελάχιστα σημαντικός
    ⮡ ο ρόλος του στο έργο είναι τριτεύων

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία