Ετυμολογία

επεξεργασία
τριταγωνιστώ < ελληνιστική κοινή τριταγωνιστέω[1] < αρχαία ελληνική τριταγωνιστής[2]

τριταγωνιστώ

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. τριταγωνιστέω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
  2. τριταγωνιστής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.