τίλλω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τίλλω < αρχαία ελληνική τίλλω
Ρήμα
επεξεργασίατίλλω
Εκφράσεις
επεξεργασία- τίλλω τας τρίχας της κεφαλής μου
Μεταφράσεις
επεξεργασία τίλλω
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τίλλω < άγνωστης ετυμολογίας
Ρήμα
επεξεργασίατίλλω
- μαδώ τα φτερά πτηνού
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 15 (ο. Τηλεμάχου ἐπάνοδος.), στίχ. 527 (στίχοι 526-528)
- ἐν δὲ πόδεσσι | τίλλε πέλειαν ἔχων, κατὰ δὲ πτερὰ χεῦεν ἔραζε | μεσσηγὺς νηός τε καὶ αὐτοῦ Τηλεμάχοιο.
- Στα πόδια του | κρατώντας περιστέρα, τη μαδούσε και τα φτερά σκορπούσε καταγής, | στο πλοίο ανάμεσα και στον Τηλέμαχο.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- ἐν δὲ πόδεσσι | τίλλε πέλειαν ἔχων, κατὰ δὲ πτερὰ χεῦεν ἔραζε | μεσσηγὺς νηός τε καὶ αὐτοῦ Τηλεμάχοιο.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Ὄρνιθες, στίχ. 285 (285-286)
- ἅτε γὰρ ὢν γενναῖος ὑπό ‹τε› συκοφαντῶν τίλλεται, | αἵ τε θήλειαι πρὸς ἐκτίλλουσιν αὐτοῦ τὰ πτερά.
- Τον μαδούν οι καταδότες· είναι, βλέπεις, άρχοντας· | τα φτερά που του απομένουν τα μαδούν τα θηλυκά.
- Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
- ἅτε γὰρ ὢν γενναῖος ὑπό ‹τε› συκοφαντῶν τίλλεται, | αἵ τε θήλειαι πρὸς ἐκτίλλουσιν αὐτοῦ τὰ πτερά.
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Τῶν περὶ τὰ ζῷα ἱστοριῶν, 9, 1 p. 307 @scaife.perseus
- Τῆς δὲ ἡμέρας καὶ τὰ ἄλλα ὀρνίθια τὴν γλαῦκα περιπέταται, ὃ καλεῖται θαυμάζειν, καὶ προσπετόμενα τίλλουσιν·
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 15 (ο. Τηλεμάχου ἐπάνοδος.), στίχ. 527 (στίχοι 526-528)
- (για ζώα) αφαιρώ το δέρμα, γδέρνω
- αποσπώ τρίχες, μαδάω τα μαλλιά μου ή γενικά τραβάω και ξεριζώνω τις τρίχες από το σώμα μου από ψυχικό πόνο και θλίψη, πενθώ, τραβάω τα μαλλιά μου
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 10 (κ. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Τὰ περὶ Αἴολον, Λαιστρυγόνας καὶ Κίρκην.), στίχ. 567 (στίχοι 566-567)
- Ὣς ἐφάμην, τοῖσιν δὲ κατεκλάσθη φίλον ἦτορ, | ἑζόμενοι δὲ κατ᾽ αὖθι γόων τίλλοντό τε χαίτας·
- Ακούγοντας τον λόγο μου, σπάραξε η φτωχή καρδιά τους· | κάθονται κάτω, στήνουν θρήνο γοερό, τραβούσαν τα μακριά μαλλιά τους,
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- Ὣς ἐφάμην, τοῖσιν δὲ κατεκλάσθη φίλον ἦτορ, | ἑζόμενοι δὲ κατ᾽ αὖθι γόων τίλλοντό τε χαίτας·
- ※ 8ος πκε αιώνας, Pseudo-Homer, Βατραχομυομαχία, στίχ. 70
- τίλλε δὲ χαίτας,
- τραβούσε τα μαλλιά του,
- Μετάφραση (1978), Νικόλαος Κοτσελίδης, @greek‑language.gr
- τίλλε δὲ χαίτας,
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 10 (κ. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Τὰ περὶ Αἴολον, Λαιστρυγόνας καὶ Κίρκην.), στίχ. 567 (στίχοι 566-567)
- (μεταφορικά) βασανίζω, λυπώ, δυσαρεστώ κάποιον
- (μεταφορικά) καταστρέφω, αφανίζω
- (για χόρτα) κόβω σε μικρά τεμάχια, κομματιάζω
- (για δέντρα) κόβω τα φύλλα ή τα κλαδιά
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Ηθικά, Βασιλέων αποφθέγματα και στρατηγών, 39.13 @scaife.perseus
- καὶ ταῖς πλατάνοις ἀπείκαζεν αὑτόν, αἷς ὑποτρέχουσι χειμαζόμενοι, γενομένης δὲ εὐδίας τίλλουσι παρερχόμενοι καὶ κολούουσι.
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Ηθικά, Βασιλέων αποφθέγματα και στρατηγών, 39.13 @scaife.perseus
Σύνθετα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία- στέφανον τίλλω: μεταβάλλω τους νόμους προς το χειρότερο
- τίλλω μέλη: παίζω μία μελωδία με έγχορδο όργανο
Πηγές
επεξεργασία- τίλλω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- τίλλω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.