Ετυμολογία

επεξεργασία
τίλμα < τίλλω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τίλμα ουδέτερο

  1. το στουπί στη ναυτική γλώσσα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία


  Ετυμολογία

επεξεργασία
τίλμα < τίλλω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τίλμα ουδέτερο

  1. το χνούδι, το ξάσμα, το ξαντό, αυτό που έχει αποσπαστεί ή μαδηθεί, τα πολύ μικρά θραύσματα, τα ψήγματα

Συνώνυμα

επεξεργασία