τίλμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τίλμα < τίλλω
Ουσιαστικό επεξεργασία
τίλμα ουδέτερο
- το στουπί στη ναυτική γλώσσα
Μεταφράσεις επεξεργασία
τίλμα
|
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τίλμα < τίλλω
Ουσιαστικό επεξεργασία
τίλμα ουδέτερο
- το χνούδι, το ξάσμα, το ξαντό, αυτό που έχει αποσπαστεί ή μαδηθεί, τα πολύ μικρά θραύσματα, τα ψήγματα