πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σόλιδος οι σόλιδοι
      γενική του σολίδου των σολίδων
    αιτιατική τον σόλιδο τους σολίδους
     κλητική σόλιδε σόλιδοι
Κατηγορία όπως «άνθρωπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 19811994, έκδοση: 2013.



Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

σόλιδος αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία