solido
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- solido < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | solido | solidoj |
αιτιατική | solidon | solidojn |
solido (eo)
- το στερεό
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | solido | solidoj |
αιτιατική | solidon | solidojn |
solido (eo)