συνέκδημος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | συνέκδημος | οι | συνέκδημοι |
γενική | του | συνέκδημου & συνεκδήμου |
των | συνέκδημων & συνεκδήμων |
αιτιατική | τον | συνέκδημο | τους | συνέκδημους & συνεκδήμους |
κλητική | συνέκδημε | συνέκδημοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- συνέκδημος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή συνέκδημος
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυνέκδημος αρσενικό
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία συνέκδημος
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συνέκδημος < συν- + αρχαία ελληνική ἔκδημος < ἐκ + δῆμος
- (ουσιαστικοποιημένο) ή επίθετο
Επίθετο
επεξεργασίασυνέκδημος, -ος, -ον
- (ελληνιστική κοινή) που συνταξιδεύει
Ουσιαστικό
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | συνέκδημος | οἱ | συνέκδημοι |
γενική | τοῦ | συνεκδήμου | τῶν | συνεκδήμων |
δοτική | τῷ | συνεκδήμῳ | τοῖς | συνεκδήμοις |
αιτιατική | τὸν | συνέκδημον | τοὺς | συνεκδήμους |
κλητική ὦ! | συνέκδημε | συνέκδημοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | συνεκδήμω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | συνεκδήμοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
συνέκδημος αρσενικό
- (ελληνιστική κοινή) συνοδοιπόρος, σύντροφος σε ξένη γη
Πηγές
επεξεργασία- συνέκδημος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- συνέκδημος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.