Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο συνέκδημος οι συνέκδημοι
      γενική του συνέκδημου
συνεκδήμου
των συνέκδημων
συνεκδήμων
    αιτιατική τον συνέκδημο τους συνέκδημους
συνεκδήμους
     κλητική συνέκδημε συνέκδημοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

συνέκδημος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή συνέκδημος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

συνέκδημος αρσενικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

συνέκδημος < συν- + αρχαία ελληνική ἔκδημος < ἐκ + δῆμος
(ουσιαστικοποιημένο) ή επίθετο

  Επίθετο επεξεργασία

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / συνέκδημος τὸ συνέκδημον
      γενική τοῦ/τῆς συνεκδήμου τοῦ συνεκδήμου
      δοτική τῷ/τῇ συνεκδήμ τῷ συνεκδήμ
    αιτιατική τὸν/τὴν συνέκδημον τὸ συνέκδημον
     κλητική ! συνέκδημε συνέκδημον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ συνέκδημοι τὰ συνέκδημ
      γενική τῶν συνεκδήμων τῶν συνεκδήμων
      δοτική τοῖς/ταῖς συνεκδήμοις τοῖς συνεκδήμοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς συνεκδήμους τὰ συνέκδημ
     κλητική ! συνέκδημοι συνέκδημ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ συνεκδήμω τὼ συνεκδήμω
      γεν-δοτ τοῖν συνεκδήμοιν τοῖν συνεκδήμοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

συνέκδημος, -ος, -ον

  Ουσιαστικό επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική συνέκδημος οἱ συνέκδημοι
      γενική τοῦ συνεκδήμου τῶν συνεκδήμων
      δοτική τῷ συνεκδήμ τοῖς συνεκδήμοις
    αιτιατική τὸν συνέκδημον τοὺς συνεκδήμους
     κλητική ! συνέκδημε συνέκδημοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  συνεκδήμω
γεν-δοτ τοῖν  συνεκδήμοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

συνέκδημος αρσενικό

  Πηγές επεξεργασία