συγκυριαρχία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συγκυριαρχία < συν- + κυριαρχία (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική condominium[1] ή μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική condominium[2])
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυγκυριαρχία θηλυκό
- κατάσταση κατά την οποία δύο ή περισσότερα κράτη ή άτομα έχουν από κοινού την κυριαρχία ή τη διοίκηση επί μιας συγκεκριμένης περιοχής, ενός θεσμού ή μιας περιουσίας
Συγγενικά
επεξεργασία- συγκυριαρχικά
- συγκυριαρχικός
- συγκυρίαρχος
- συγκυριαρχώ (συγκυριαρχούμαι)
- → δείτε τις λέξεις συν, κυρίαρχος, κύριος και άρχω
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία συγκυριαρχία
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ συγκυριαρχία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ συγκυριαρχία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας