συγκυριαρχία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- συγκυριαρχία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
συγκυριαρχία θηλυκό
- δικαίωμα κυριαρχίας που ασκείται σε μια χώρα ή σε μια περιοχή από δύο ή περισσότερα κράτη
Μεταφράσεις επεξεργασία
συγκυριαρχία