condominium
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαcondominium (en)
- πολυκατοικία, κτήριο του οποίου τα διαμερίσματα ανήκουν σε διαφορετικούς ιδιοκτήτες αλλά το οικόπεδο και ο φέρων οργανισμός ανήκει συλλογικά σε όλους τους ιδιοκτήτες των διαμερισμάτων
- συγκυριαρχία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαcondominium (fr)
Λατινικά (la)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαcondominium (la)