συγκυρίαρχος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | συγκυρίαρχος | η | συγκυρίαρχος & συγκυρίαρχη |
το | συγκυρίαρχο |
γενική | του | συγκυριάρχου & συγκυρίαρχου |
της | συγκυριάρχου & συγκυρίαρχης |
του | συγκυριάρχου & συγκυρίαρχου |
αιτιατική | τον | συγκυρίαρχο | τη | συγκυρίαρχο & συγκυρίαρχη |
το | συγκυρίαρχο |
κλητική | συγκυρίαρχε | συγκυρίαρχε & συγκυρίαρχη |
συγκυρίαρχο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | συγκυρίαρχοι | οι | συγκυρίαρχοι & συγκυρίαρχες |
τα | συγκυρίαρχα |
γενική | των | συγκυριάρχων & συγκυρίαρχων |
των | συγκυριάρχων & συγκυρίαρχων |
των | συγκυριάρχων & συγκυρίαρχων |
αιτιατική | τους | συγκυριάρχους & συγκυρίαρχους |
τις | συγκυριάρχους & συγκυρίαρχες |
τα | συγκυρίαρχα |
κλητική | συγκυρίαρχοι | συγκυρίαρχοι & συγκυρίαρχες |
συγκυρίαρχα | |||
Οι πρώτοι τύποι, λόγιοι, από την αρχαία κλίση. Οι δεύτεροι τύποι, νεότεροι. | ||||||
Κατηγορία όπως «άπτερος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- συγκυρίαρχος < συγκυριαρχία + -ος[1] (αναδρομικός σχηματισμός)[1]
Επίθετο
επεξεργασίασυγκυρίαρχος, -η, -ο
- που έχει και ασκεί συγκυριαρχία
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη συγκυριαρχία
Μεταφράσεις
επεξεργασία συγκυρίαρχος
|
- ↑ 1,0 1,1 συγκυρίαρχος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας