↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συγκυρίαρχος η συγκυρίαρχος
συγκυρίαρχη
το συγκυρίαρχο
      γενική του συγκυριάρχου
συγκυρίαρχου
της συγκυριάρχου
συγκυρίαρχης
του συγκυριάρχου
συγκυρίαρχου
    αιτιατική τον συγκυρίαρχο τη συγκυρίαρχο
συγκυρίαρχη
το συγκυρίαρχο
     κλητική συγκυρίαρχε συγκυρίαρχε
συγκυρίαρχη
συγκυρίαρχο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συγκυρίαρχοι οι συγκυρίαρχοι
συγκυρίαρχες
τα συγκυρίαρχα
      γενική των συγκυριάρχων
συγκυρίαρχων
των συγκυριάρχων
συγκυρίαρχων
των συγκυριάρχων
συγκυρίαρχων
    αιτιατική τους συγκυριάρχους
συγκυρίαρχους
τις συγκυριάρχους
συγκυρίαρχες
τα συγκυρίαρχα
     κλητική συγκυρίαρχοι συγκυρίαρχοι
συγκυρίαρχες
συγκυρίαρχα
Οι πρώτοι τύποι, λόγιοι, από την αρχαία κλίση. Οι δεύτεροι τύποι, νεότεροι.
Κατηγορία όπως «άπτερος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συγκυρίαρχος < συγκυριαρχία + -ος[1] (αναδρομικός σχηματισμός)[1]

  Επίθετο

επεξεργασία

συγκυρίαρχος, -η, -ο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία