στρουκτουραλισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στρουκτουραλισμός < (άμεσο δάνειο) γαλλική structuralisme < λατινική structura < struo + -tura < πρωτοϊταλική *strowō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *strew- < *sterh₃- (διασπείρω)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαστρουκτουραλισμός αρσενικό
- (γλωσσολογία) προσέγγιση και μελέτη της γλώσσας στη συγχρονία της, ως κλειστού συστήματος σημείων ή στοιχείων (π.χ. φωνήματα) που αλληλεπιδρούν
- (κατ’ επέκταση, γενικότερα) (ανθρωπολογία) θεωρητική προσέγγιση που εξετάζει τα πολιτισμικά φαινόμενα ως συστήματα με υποκείμενες δομές, οι οποίες διαμορφώνουν τις σχέσεις και τις έννοιες των πολιτισμών, και, μέσω αυτής, οι ανθρωπολόγοι, όπως ο Claude Lévi-Strauss, επιδιώκουν να αποκαλύψουν κοινά γνωστικά πρότυπα που ενώνουν την πολιτισμική ποικιλομορφία
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη στρουκτούρα
Συνώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία στρουκτουραλισμός