↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο στρουκτουραλισμός οι στρουκτουραλισμοί
      γενική του στρουκτουραλισμού των στρουκτουραλισμών
    αιτιατική τον στρουκτουραλισμό τους στρουκτουραλισμούς
     κλητική στρουκτουραλισμέ στρουκτουραλισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
στρουκτουραλισμός < (άμεσο δάνειο) γαλλική structuralisme < λατινική structura < struo + -tura < πρωτοϊταλική *strowō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *strew- < *sterh₃- (διασπείρω)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

στρουκτουραλισμός αρσενικό

  1. (γλωσσολογία) προσέγγιση και μελέτη της γλώσσας στη συγχρονία της, ως κλειστού συστήματος σημείων ή στοιχείων (π.χ. φωνήματα) που αλληλεπιδρούν
  2. (κατ’ επέκταση, γενικότερα) (ανθρωπολογία) θεωρητική προσέγγιση που εξετάζει τα πολιτισμικά φαινόμενα ως συστήματα με υποκείμενες δομές, οι οποίες διαμορφώνουν τις σχέσεις και τις έννοιες των πολιτισμών, και, μέσω αυτής, οι ανθρωπολόγοι, όπως ο Claude Lévi-Strauss, επιδιώκουν να αποκαλύψουν κοινά γνωστικά πρότυπα που ενώνουν την πολιτισμική ποικιλομορφία

Συγγενικά

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία