στρουκτούρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | στρουκτούρα | οι | στρουκτούρες |
γενική | της | στρουκτούρας | — | |
αιτιατική | τη | στρουκτούρα | τις | στρουκτούρες |
κλητική | στρουκτούρα | στρουκτούρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαστρουκτούρα θηλυκό
- (παρωχημένο) η δομή
Συγγενικά
επεξεργασία- μεταστρουκτουραλισμός
- στρουκτουραλισμός
- στρουκτουραλιστής
- στρουκτουραλιστικά
- στρουκτουραλιστικός
- στρουκτουραλίστρια
Μεταφράσεις
επεξεργασία στρουκτούρα
|
Πηγές
επεξεργασία- στρουκτούρα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- στρουκτούρα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)