μεταστρουκτουραλισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μεταστρουκτουραλισμός < μετα- + στρουκτουραλισμός (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική post-structuralism)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμεταστρουκτουραλισμός αρσενικό
- (λογοτεχνικό, φιλοσοφία) θεωρητική προσέγγιση που αμφισβητεί τη σταθερότητα των υποκείμενων δομών και υποστηρίζει ότι οι έννοιες και οι ταυτότητες είναι ρευστές και διαμορφώνονται διαρκώς από το πολιτισμικό και ιστορικό πλαίσιο
Συνώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μεταστρουκτουραλισμός