στρουκτουραλιστικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στρουκτουραλιστικά < στρουκτουραλιστικός + -ά
Επίρρημα
επεξεργασίαστρουκτουραλιστικά
Μεταφράσεις
επεξεργασία στρουκτουραλιστικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαστρουκτουραλιστικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του στρουκτουραλιστικός