πολιτισμικά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πολιτισμικά < πολιτισμικός + -ά
Επίρρημα επεξεργασία
πολιτισμικά
- από πολιτισμικής απόψεως
Μεταφράσεις επεξεργασία
πολιτισμικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
πολιτισμικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του πολιτισμικός