Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σιαμαίος η σιαμαία το σιαμαίο
      γενική του σιαμαίου της σιαμαίας του σιαμαίου
    αιτιατική τον σιαμαίο τη σιαμαία το σιαμαίο
     κλητική σιαμαίε σιαμαία σιαμαίο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σιαμαίοι οι σιαμαίες τα σιαμαία
      γενική των σιαμαίων των σιαμαίων των σιαμαίων
    αιτιατική τους σιαμαίους τις σιαμαίες τα σιαμαία
     κλητική σιαμαίοι σιαμαίες σιαμαία
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

1. σιαμαίος < Σιάμ + -αίος
2,3. σιαμαίος < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική siamois

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /si.aˈme.os/

  Επίθετο επεξεργασία

σιαμαίος, -α, -ο

  1. που μένει στο Σιάμ ή κατάγεται απ’ αυτό
  2. αδελφός που έχει γεννηθεί ενωμένος σε κάποιο σημείο του σώματός του με τον δίδυμο αδελφό του
  3. (κατ’ επέκταση) στενός κι αχώριστος με κάποιον άλλο φίλος

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη Σιάμ

  Μεταφράσεις επεξεργασία