joined at the hip
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαjoined at the hip (en)
- (ιδιωματισμός) αχώριστος, για όσους έχουν πολύ στενή σχέση
- ⮡ The are already joined at the hip.
- Είναι αχώριστοι πια.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη inseparable
- ⮡ The are already joined at the hip.