σιαμαίο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίασιαμαίο
- σιαμαίος, στην αιτιατική του ενικού
σιαμαίο, ουδέτερο του σιαμαίος
- στην ονομαστική του ενικού
- στην αιτιατική του ενικού
- στην κλητική του ενικού
σιαμαίο
σιαμαίο, ουδέτερο του σιαμαίος