σημύδα
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σημύδα | οι | σημύδες |
γενική | της | σημύδας | των | σημύδων |
αιτιατική | τη | σημύδα | τις | σημύδες |
κλητική | σημύδα | σημύδες | ||
όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- σημύδα < ελληνιστική κοινή σημύδα
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
σημύδα θηλυκό
- (βοτανική) φυλλοβόλο δέντρο του γένους Betula με πλατιά οδοντωτά ωοειδή φύλλα, λευκό φλοιό, και καρπό που μοιάζει με μικρό πτερύγιο· από το ξανθό ξύλο του δέντρου φτιάχνονται έπιπλα
- Η φύτευση δέντρων και μάλιστα σημύδων κατά μήκος πολυσύχναστων λεωφόρων μπορεί να μειώσει μέχρι και στο μισό τη μόλυνση από επικίνδυνους για την υγεία ρύπους (*)
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
σημύδα
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Πτώση | Ενικός | Δυϊκός | Πληθυντικός |
---|---|---|---|
Ονομαστική | σημύδα | σημύδα | σημύδαι |
Γενική | σημύδης | σημύδαιν | σημυδῶν |
Δοτική | σημύδῃ | σημύδαιν | σημύδαις |
Αιτιατική | σημύδαν | σημύδα | σημύδας |
Κλητική | σημύδα | σημύδα | σημύδαι |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- σημύδα < → λείπει η ετυμολογία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
σημύδα θηλυκό
- (βοτανική) κουτσουπιά (Cercis Siliquastrum)