σημύδα
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σημύδα | οι | σημύδες |
γενική | της | σημύδας | των | σημύδων |
αιτιατική | τη | σημύδα | τις | σημύδες |
κλητική | σημύδα | σημύδες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- σημύδα < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή σημύδα
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
σημύδα θηλυκό
- (δέντρο) φυλλοβόλο δέντρο του γένους Betula με πλατιά οδοντωτά ωοειδή φύλλα, λευκό φλοιό, και καρπό που μοιάζει με μικρό πτερύγιο· από το ξανθό ξύλο του δέντρου φτιάχνονται έπιπλα
- ※ Η φύτευση δέντρων και μάλιστα σημύδων κατά μήκος πολυσύχναστων λεωφόρων μπορεί να μειώσει μέχρι και στο μισό τη μόλυνση από επικίνδυνους για την υγεία ρύπους (* εφημερίδα Τα Νέα)
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
σημύδα
|
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
σημῠδᾰ- | |||||
ονομαστική | ἡ | σημύδᾰ | αἱ | σημύδαι | |
γενική | τῆς | σημύδης | τῶν | σημυδῶν | |
δοτική | τῇ | σημύδῃ | ταῖς | σημύδαις | |
αιτιατική | τὴν | σημύδᾰν | τὰς | σημύδᾱς | |
κλητική ὦ! | σημύδᾰ | σημύδαι | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σημύδᾱ | |||
γεν-δοτ | τοῖν | σημύδαιν | |||
1η κλίση, ομάδα 'γλῶσσα', Κατηγορία 'δόξα' όπως «δόξα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- σημύδα < → λείπει η ετυμολογία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
σημύδα [σημῠδᾰ] θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
ΠηγέςΕπεξεργασία
- σημύδα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σημύδα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ῠ στο σημύδα - Bailly, Anatole (1935) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français (Το Μεγάλο Μπαγί: Λεξικό [αρχαίας] ελληνικής-γαλλικής), Παρίσι: Hachette.