betulo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | betulo | betuloj |
αιτιατική | betulon | betulojn |
betulo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | betulo | betuloj |
αιτιατική | betulon | betulojn |
betulo (eo)