↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σερπεντίνης οι σερπεντίνες
      γενική του σερπεντίνη των σερπεντινών
    αιτιατική τον σερπεντίνη τους σερπεντίνες
     κλητική σερπεντίνη σερπεντίνες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σερπεντίνης < γαλλική serpentine[1] < λατινική serpens (φίδι)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /seɾ.penˈdi.nis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σερ‐πε‐ντί‐νης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
 
Σερπεντίνης

σερπεντίνης αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σερπεντίνηςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)