σερπεντίνης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σερπεντίνης < γαλλική serpentine < λατινική serpens (φίδι)• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /seɾ.penˈdi.nis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σερ‐πε‐ντί‐νης
Ουσιαστικό επεξεργασία
σερπεντίνης αρσενικό
- (ορυκτολογία) ομάδα πράσινων/καφέ ορυκτών που αποτελούνται από πυριτικά άλατα μαγνησίου και σιδήρου που έχουν παρόμοια κρυσταλλική δομή σε στρώματα
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
σερπεντίνης
|
Πηγές επεξεργασία
- Σερπεντίνης, geo.auth.gr