σερπεντίνης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /seɾ.penˈdi.nis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σερ‐πε‐ντί‐νης
Ουσιαστικό
επεξεργασίασερπεντίνης αρσενικό
- (ορυκτολογία) ομάδα πράσινων/καφέ ορυκτών που αποτελούνται από πυριτικά άλατα μαγνησίου και σιδήρου που έχουν παρόμοια κρυσταλλική δομή σε στρώματα
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σερπεντίνης
|
Πηγές
επεξεργασία- Σερπεντίνης, geo.auth.gr
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σερπεντίνης - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)