σερπεντινομάρμαρο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σερπεντινομάρμαρο < σερπεντίνης + -ο- + μάρμαρο
Ουσιαστικό
επεξεργασίασερπεντινομάρμαρο ουδέτερο
- μάρμαρο από σερπεντίνη
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σερπεντινομάρμαρο
|