οφιόλιθος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | οφιόλιθος | οι | οφιόλιθοι |
γενική | του | οφιόλιθου & οφιολίθου |
των | οφιόλιθων & οφιολίθων |
αιτιατική | τον | οφιόλιθο | τους | οφιόλιθους & οφιολίθους |
κλητική | οφιόλιθε | οφιόλιθοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- οφιόλιθος < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική ophiolite < αρχαία ελληνική ὄφις + λίθος
Ουσιαστικό επεξεργασία
οφιόλιθος αρσενικό
- (γεωλογία) (ορυκτολογία) πέτρωμα συνήθως πρασινωπού χρώματος που υπήρχε στο βάθος ωκεανών και με τεκτονικές ή εκρηξιγενείς διεργασίες βρέθηκε στην επιφάνεια της γης
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- οφιολιθικός
- → δείτε τις λέξεις όφις, φίδι και λίθος