περιδοτίτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- περιδοτίτης < αγγλική peridotite < μέση γαλλική perido / peridon
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπεριδοτίτης αρσενικό
- (ορυκτολογία, γεωλογία) πέτρωμα που αποτελείται κυρίως από τα ορυκτά ολιβίνη, φονατίτης και πυρόξενος, το πιο κοινό είδος πετρώματος του μανδύα της γης
Μεταφράσεις
επεξεργασία περιδοτίτης